μίασμα

μίασμα

μίασμα, τό, die Besudelung, Verunreinigung, bes. übertr., Befleckung durch Mord u. andere Verbrechen; μιασμάτων ἄποινα, Aesch. Ag. 1394; μιάσματι μυχὸν ἔχρανας, Eum. 162; μητροκτόνον μίασμα δ' ἔκπλυτον πέλει, 271; αἱμάτων μιάσμασι χρανϑεῖσα, Suppl. 262; μίασμα τοῠ τεϑνηκότος, die Befleckung des Gemordeten, was des Gemordeten wegen der Reinigung bedarf, Soph. O. R. 313; daher παίσαντές τε καὶ πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι, Ant. 172, der Wechselmord; μίασμα φεύγων αἵματος, Eur. Hipp. 35; εἰς μίασμ' ἐλήλυϑας, 946; φοβηϑησόμεϑα, μήτι μίασμα ᾖ πρὸς ἱερόν, Plat. Rep. V, 470 a; Euthyphr. 4 c; Antiph. 2 α 3 u. sonst; Pol. 37, 3, 6; auch von Menschen gesagt, wie piaculum, γυνὴ χώρας μίασμα καὶ ϑεῶν, Aesch. Ag. 1619, vgl. Ch. 1024; Soph. O. R. 97; ὡς μιάσματος τοῦδ' ἧμιν ὄντος, 241.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μίασμα — stain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίασμα — το (ΑΜ μίασμα) [μιαίνω] 1. το αποτέλεσμα τού μιαίνω, μόλυσμα, ρύπος («μὴ μίασμα τών φυτευσάντων λάβῃς», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) ο ηθικά επιζήμιος για τον περίγυρό του («μίασμα χώρας... ἐλαύνειν», Σοφ.) 3. (γενικά) έμβιος ή άβιος νοσογόνος παράγοντας …   Dictionary of Greek

  • μίασμα — το, ατος το μόλυσμα, ο παράγοντας που προκαλεί τη νόσο (κυριολ. και μτφ.): Το μίασμα της χολέρας. – Το μίασμα του φασισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίασμ' — μίασμα , μίασμα stain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιασμάτων — μίασμα stain neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιάσμασι — μίασμα stain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιάσμασιν — μίασμα stain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιάσματα — μίασμα stain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιάσματι — μίασμα stain neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιάσματος — μίασμα stain neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιασματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μίασμα ή που προέρχεται από μίασμα, μολυντικός, μολυσματικός, μεταδοτικός («μιασματικός πυρετός») 2. αυτός που περιέχει ή αποβάλλει μιάσματα, ρύπους, ακαθαρσίες («μιασματικό έλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίασμα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”