- μίσ-ανδρος
μίσ-ανδρος, Männer hassend, Poll. 3, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίσ-ανδρος, Männer hassend, Poll. 3, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
σελήνανδρος — ὁ, Μ ο σύζυγος τής Σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μίσ ανδρος] … Dictionary of Greek
φίλανδρος — η, ο / φίλανδρος, ον, ΝΜΑ (για γυναίκα) α) αυτή που αγαπά τον άνδρα της, τον σύζυγό της β) (με κακή σημ.) αυτή που τής αρέσουν πολύ οι άνδρες, ανδρομανής («γυναῑκες φίλανδροί τε καὶ μοιχεύτριαι», Πλάτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φίλανδρος ζωολ.… … Dictionary of Greek