μίσγω

μίσγω

μίσγω, = μίγνυμι, misceo, mischen, sowohl vom Mischen des Weins mit Wasser, κρητῆρι δὲ οἶνον ἔμισγον Il. 3, 270, οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ Od. 1, 110, als in den anderen unter μίγνυμι erwähnten Verbdgn; Hom. hat im praes. nur μίσγω; ἄνδρας μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι, Männer mit Unglück u. Schmerzen zusammenbringen, d. i. sie in Unglück versetzen, Od. 20, 203. – Med. sich mischen, unter andere Menschen, mit ihnen zusammenkommen, verkehren, umgehen; οὐδ' ἐς Ἀχαιοὺς μισγέσκετο, Il. 18, 216; gew. c. dat., ἀνδράσι, Od. 6, 288, ἀϑανάτοισιν, il. 24, 91; ὑπὲρ ποταμοῖο, über dem Strom zusammenkommen, 23, 73; πτωχὸν ἔσω μίσγεσϑαι ἐάσομεν, hereinkommen lassen, Od. 18, 49; im feindlichen Sinne, handgemein werden, absolut, τῶν μισγομένων γένετο ἰαχή, Il. 4, 256; bes. von leiblicher Vermischung im Beischlaf, ehelicher Gemeinschaft; vom Manne, ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάϑρῃ, der heimlichen Umgang mit ihr hatte, Od. 15, 430; ἵνα μίσγεαι ἐν φιλότητι γυναικί, Il. 2, 232; von Frauen, ἥγ' Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο, Od. 18, 325, öfter; von Mann u. Frau, ἐμισγέσϑην φιλότητι, Il. 14, 295. Auch Pind., Δὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν, I. 7, 35. Einzeln bei den folgdn Dichtern, μίσγει δ' ὕδασιν τοῖς Ἀχελῴου, Soph. frg. 265. – Auch bei Her. die gew. Form, μίσγεσϑαι γυναιξί, 2, 64, γυναικὶ τράγος ἐμίσγετο, 2, 46, u. von der Frau, ἐμίσγετο ναυκλήρῳ, 1, . 5; auch Plat., ἐν ᾧ τὴν τοῦ παντὸς ψυχὴν κεραννὺς ἔμισγε, Tim. 41 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μίσγω — (Α) βλ. μιγνύω …   Dictionary of Greek

  • μίσγω — μίγνυμι mix pres subj act 1st sg μίγνυμι mix pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • mei-k̂- (and mei-ĝ-?) (*mei-ĝh-) —     mei k̂ (and mei ĝ ?) (*mei ĝh )     English meaning: to mix, stir     Deutsche Übersetzung: “mischen”     Grammatical information: also mei : mi ek̂ , mi n ek̂ ; Präsensstämme also with so , sk̂o ;     Material: O.Ind. mēkṣ a yati,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • месить — мешу, мешать, укр. мiсити, блр. месiць, ст. слав. мѣсити, мѣшѫ συγκιρνᾶν miscēre , болг. меся мешу, мешаю , сербохорв. миjѐсити, ми̏jеси̑м, словен. mẹsiti, чеш. misiti месить , слвц. miеsit᾽, польск. miesic, mieszę, в. луж. měsyc месить , н.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αναμίσγω — ἀναμίσγω (Α) ποιητ. και ιων. τ. τού ἀναμιγνύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μίσγω (< *μίκσκω < *μίγ σκω) «αναμειγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • επιμίσγω — ἐπιμίσγω (Α) 1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.) 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή 3. (για τόπο) πλησιάζω («οὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῑτας», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ.… …   Dictionary of Greek

  • καταμίσγω — (Α) καταμείγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μείγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • λίσγος — ο (Α λίσγος) είδος σκαλιστηριού, αξίνα, σκαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. *λίσγος μαρτυρείται μόνο έμμεσα στο υποκοριστικό λισγάριον. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *λίγσκος (πρβλ. μίσγω < *μίγσκω), οπότε και συνδέεται με λατ. ligō, ōnis… …   Dictionary of Greek

  • μεταμίσγω — (Α) αναμιγνύω κάτι με κάτι άλλο, ανακατώνω μαζί με άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μίγνυμι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”