- μίσ-υβρις
μίσ-υβρις, ιος, Uebermuth hassend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίσ-υβρις, ιος, Uebermuth hassend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλυβρις — ύβριος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει ο ακόλαστος βίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὕβρις (πρβλ. μίσ υβρις, παύσ υβρις)] … Dictionary of Greek
χρίστυβρις — εως, ὁ, Μ εκκλ. υβριστής τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ὕβρις (πρβλ. μίσ υβρις)] … Dictionary of Greek