μέλπω

μέλπω

μέλπω, singen, häufig mit Tanz verbunden, durch Gesang und Tanz im Chore feiern, Ἑκάεργον, Il. 1, 474; γόνον μελπέμεν, Pind. Irg. 45, 10; τὸν ὕστατον μέλψασα ϑανάσιμον γόον, Aesch. Ag. 1420; μέλπετ' ἐμὸν γάμον, Eur. Troad. 339; τὸν Διόνυσον, Bacch. 155; auch ἴακχον ᾠδάν, Crcl. 70, wie παιᾶνας, Lieder singen, lon 906; von dem prophetischen Gesange einer Seherinn, Troad. 427; γένος Ὀλυμπίων ϑεῶν μέλπε καὶ γέραιρε φωνῇ, Ar. Thesm. 961; sp. D., πτεροῖς μέλπειν, von der Tettix gesagt, Anacr. 59, 9; αὐλῷ, Archi. 4 (VI, 195). – Auch med., singen, Od. 4, 17. 13, 27, μελπόμεναι ἐν χορῷ, im Reigen singen u. tanzen, Il. 16, 182; H. h. 18, 21; Ἄρηϊ, eigtl. dem Ares zu Ehren einen Reigentanz aufführen, d. i. zu Fuß kämpfen, Il. 7, 241; auch c. accus., Hes. Th. 66; μελπομενᾶν ἐν ὄρει Μοισᾶν ἄϊον, Pind. P. 3, 90, öfter; c. acc., τὰν μέλπονται ϑαμά, I. 3, 78, wie Eur. Ἄρτεμιν ἐμελπόμαν χοροῖσι, Troad. 554; wie beim act., ἀχόρους στοναχὰς μέλποντο, Andr. 1039. – Ueber den Homerischen Gebrauch des Wortes vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 138.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέλπω — celebrate with song and dance pres subj act 1st sg μέλπω celebrate with song and dance pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… …   Dictionary of Greek

  • Μέλπω — η ως, κύρ. όν., η Μελπομένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέλπω — έμελψα, άδω, τραγουδώ: Έμελπαν νοσταλγικά τραγούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αξιώτη, Μέλπω — (1905 – 1972). Ποιήτρια και πεζογράφος. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1938 με το μυθιστόρημα Δύσκολες νύχτες.Από το 1947 έζησε αυτοεξόριστη στη Γαλλία, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και αργότερα στην Πολωνία. Το 1957 δίδαξε νεοελληνική… …   Dictionary of Greek

  • Ζαρόκωστα, Μέλπω — (Αθήνα 1933 –). Ηθοποιός, σεναριογράφος, συγγραφέας και μεταφράστρια θεατρικών έργων. Πολυσύνθετο ταλέντο, η Ζ. μεγάλωσε στην Αυστραλία όπου και σπούδασε υποκριτική στο Μετροπόλιταν του Σίδνεϊ για να επιστρέψει στην Ελλάδα και να ασχοληθεί… …   Dictionary of Greek

  • Μερλιέ-Λογοθέτη, Μέλπω — (Ξάνθη 1895 – Αθήνα 1979). Ελληνίδα φιλόλογος και μουσικός. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές της στην Κωνσταντινούπολη και συνέχισε με σπουδές στη μουσική (Δρέσδη, Βιέννη, Γενεύη). Το 1920 διορίστηκε βοηθός του καθηγητή της νεοελληνικής γλώσσας και …   Dictionary of Greek

  • μέλπον — μέλπω celebrate with song and dance pres part act masc voc sg μέλπω celebrate with song and dance pres part act neut nom/voc/acc sg μέλπω celebrate with song and dance imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μέλπω celebrate with song and dance… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλπετε — μέλπω celebrate with song and dance pres imperat act 2nd pl μέλπω celebrate with song and dance pres ind act 2nd pl μέλπω celebrate with song and dance imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλπῃ — μέλπω celebrate with song and dance pres subj mp 2nd sg μέλπω celebrate with song and dance pres ind mp 2nd sg μέλπω celebrate with song and dance pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλψαι — μέλπω celebrate with song and dance aor imperat mid 2nd sg μέλπω celebrate with song and dance aor inf act μέλψαῑ , μέλπω celebrate with song and dance aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”