βέμβιξ

βέμβιξ

βέμβιξ, ῑκος, ἡ. 1) der Kreisel, der mit der Peitsche getrieben wird, Ar. Vesp. 1529 Av. 1461; Callim. 37 (VII, 89); Wirbel, Strudel des Meeres, Opp. H. 5, 221. – 2) ein Insekt, = τενϑρηδών, von seinem Schwirren so genannt, Nic. Al. 183.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βέμβιξ — ( ικος), η (Α) 1. η σβούρα 2. δίνη, ρουφήχτρα 3. κυκλώνας 4. μικρό υμενόπτερο έντομο με κίτρινες και μαύρες γραμμές στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το βόμβος σχηματίστηκε η λ. βέμβιξ (ῖκος) < (ρίζα) *bamb «φουσκώνω» + (επίθημα) ῑκ ,… …   Dictionary of Greek

  • βέμβιξ — βέμβῑξ , βέμβιξ whipping top fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Vierfleck-Ahlenläufer — Systematik Klasse: Insekten (Insecta) Ordnung …   Deutsch Wikipedia

  • TURBO, INIS — exercitamentum puerile, Graece βέμβιξ, ut ex antiquo Epigr. patet: Οἱ δ᾿ ἄρ ὑπὸ οκυτἀλαισι θοὰς βέμβικας ἔχοντες Ε῎ςτρεφον ἐνρείη παῖδες ενὶ τρίόδῳ. At pueri scytalis ludentes Turbine auctô, Vertebant lato quisque suum in trivio. Nempe lorô… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βεμβικίζω — (Α) [βέμβιξ] περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα …   Dictionary of Greek

  • βεμβικιώ — βεμβικιῶ ( άω) (Α) [βέμβιξ] περιστρέφομαι σαν σβούρα …   Dictionary of Greek

  • βεμβικώδης — βεμβικώδης, ες (Α) [βέμβιξ] όμοιος με σβούρα …   Dictionary of Greek

  • κώνα — κώνα, ἡ (AM) [κώνος] πίσσα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «βέμβιξ» …   Dictionary of Greek

  • μπίμπικας — ο 1. εξάνθημα τού προσώπου, σπυρί, σπιθούρι, μπιμπίκι 2. κοινή ονομασία τού δάκου τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βέμβιξ «σβούρα, ρόμβος», ενώ κατ άλλους από ιταλ. bimbo «μπέμπης»] …   Dictionary of Greek

  • πέμφιγα — η / πέμφιξ, ιγος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους αρχ. 1. πνοή, φύσημα 2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός 3. σταγόνα, ρανίδα 4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο …   Dictionary of Greek

  • στρεβλά — ἡ, Α [στρεβλός] (κατά τον Ησύχ.) (ως ερμ. τής λ. βέμβιξ*) η σβούρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”