- παρ-εν-οπλίζω
παρ-εν-οπλίζω, = ἐνοπλίζω, Tzetz. ad Lycophr. 205.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εν-οπλίζω, = ἐνοπλίζω, Tzetz. ad Lycophr. 205.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
εχιδνισμός — ο δηλητηρίαση από δάγκωμα οχιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα. Αναλογικός σχηματισμός προς τα ρηματ. παρ. σε ισμός τών ρ. σε ίζω (πρβλ. οπλίζω > οπλισμός] … Dictionary of Greek