μέγεθος

μέγεθος

μέγεθος, τό (μέγας), ion. μέγαϑος, Her., die Größe, körperlich u. geistig; bei Hom. von hohem Wuchs der Männer u. Frauen, stattliche Leibesgröße, mit εἶδος vrbdn, Od. 5, 217. 6, 152; μεγέϑει τι τῶν νῦν εὐπρεπεστάτα πολύ, Aesch. Pers. 180; auch μέγεϑος πῶν πόνων, Eur. Hel. 599; πόλεως, Andr. 196; μ. λαμβάνειν, heranwachsen, Xen. Cyr. 1, 4, 3; μέγεϑος τοῦ στόλου, Plat. Legg. III, 698 b; καὶ πλῆϑος, V, 733 b; ῥώμη, Rep. VI, 488 a; auch im plur., μεγέϑεσι κάλλεσί τε ἔργων, Critia. 115 d; Her. sagt μεγάϑεϊ μέγας, σμικρός, 1, 51. 4, 52; häufig steht μέγεϑος absolut, was die Größe anbetrifft, an Größe, 1, 98. 2, 44. 73; auch im plur., εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι ποταμοὶ οὐ. κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάϑεα, 2, 10; ὅσην δεῖ τὸ μέγεϑος τὴν πόλιν ποιεῖσϑαι, Plat. Rep. IV, 423 b; ϑαυμαστὸς ἐφάνη τό τε μέγεϑος καὶ τὸ κάλλος, Charmid. 154 c, u. so bei den Folgdn; seltener μεγέϑει μεγίστη πόλις, Luc. hist. conscr. 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέγεθος — greatness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …   Dictionary of Greek

  • μέγεθος — το ους, η έκταση ή ο όγκος κάποιου πράγματος (ύψος, πλάτος, μήκος, πλήθος, σπουδαιότητα κτλ.): Το μέγεθος του οικοπέδου. – Το μέγεθος της συμφοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθμωτό μέγεθος — Όρος της φυσικής που σημαίνει ένα μέγεθος το οποίο καθορίζεται πλήρως από την αριθμητική τιμή του και από τη χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο διανυσματικό μέγεθος. Παραδείγματα β.μ. είναι η μάζα …   Dictionary of Greek

  • ενθαλπία — Μέγεθος που καθορίζει την ενέργεια που προκύπτει από την κατάσταση ενός συστήματος και δίνεται από την εξίσωση Η = U + PV, όπου Η η ε., U η εσωτερική ενέργεια του συστήματος, Ρ η πίεση και V ο όγκος. Η ε. ενός συστήματος εξαρτάται από πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • μεγέθει — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγέθεϊ , μέγεθος greatness neut dat sg (epic ionic) μέγεθος greatness neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγέθη — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλότητα — Μέγεθος που χαρακτηρίζει την απόκλιση μιας καμπύλης ή επιφάνειας από την ευθεία γραμμή ή το επίπεδο. κ. πεδίου ειδώλου. Μία από τις παρεκκλίσεις των οπτικών συστημάτων. Γενικά, ένα επίπεδο αντικείμενο κάθετο στον άξονα ενός οπτικού συστήματος δεν …   Dictionary of Greek

  • ημίτονο — Μέγεθος της τριγωνομετρικής συνάρτησης, σύμφωνα με το οποίο θεωρούμε στο επίπεδο ένα ορθοκανονικό σύστημα συντεταγμένων xOy και την περιφέρεια αυτού του επιπέδου με κέντρο το Ο και ακτίνα l. Έστω τώρα x ένας πραγματικός αριθμός· o x μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • μεγεθέων — μέγεθος greatness neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγεθῶν — μέγεθος greatness neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”