μέτ-ηλυς

μέτ-ηλυς

μέτ-ηλυς, υδος, ὁ, der einwandernde Fremdling, Tryph. 133. 352; Ansiedler, wie μέτοικος, Αἰγύπτοιο, D. Per. 689.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όμηλυς — ὅμηλυς, υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ) αυτός που έχει κοινή καταγωγή («ὁμήλυδες λαοί», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηλυς (< θ. ἐλυθ , μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας ἐλευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι»). Το η τού ήλυς είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»… …   Dictionary of Greek

  • νέηλυς — ο, η (Α νέηλυς, ήλυδος) αυτός που ήλθε πρόσφατα ή για πρώτη φορά σε έναν τόπο, νεοφερμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλυς (< θ. ελυθ μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι»), πρβλ. έπ ηλυς, μέτ ηλυς. Το η τού τ. (αντί ελυς)… …   Dictionary of Greek

  • μέτηλυς — μέτηλυς, υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ) 1. αυτός που μεταβαίνει από έναν τόπο σε άλλο 2. αυτός που εγκαθίσταται σε ξένο τόπο, μέτοικος («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.) αρχ. (και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει θέση («μέτηλυς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”