μέτ-οικος

μέτ-οικος

μέτ-οικος, umziehend, anderswohin gehend, um sich dort anzusiedeln, Her. 4, 151; dah. aus seinem Wohnsitz, aus seinem Nest vertrieben, Aesch. Ag. 58. – Der Ansiedler, der als Schutzgenosse von den Bürgern eines Ortes aufgenommen ist, ein in der Stadt lebender Fremdling, Einsasse, μέτοικος, Ἄργει δ' ἐκτίνων καλὰς τροφάς, Aesch. Spt. 530; μέτοικοι δόμων, Ch. 965; vgl. Eum. 965 Suppl. 972; ξένος λόγῳ μέτοικος, dem ἐγγενής entggstzt, Soph. O. R. 452; auch οὔτ' ἐν βροτοῖς οὔτε νεκροῖσι μέτοικος, Ant. 845; u. πρὸς οὓς ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι, 860, zu denen ich, meinen Wohnsitz verändernd, gehe. – Bes. in Athen der für das Schutzgeld μετοίκιον ohne die Gerechtsame eines eingebornen Bürgers in der Stadt lebende Fremdling, Einsasse, Thuc. 1, 143 u. öfter; im Ggstz von ἀστός, Plat. Rep. VIII, 563 a; Lys. 22, 5 u. oft bei den Rednern; Plut. u. Sp.; vgl. noch Xen. Ath. 1, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • κάτοικος — ο, η (ΑΜ κάτοικος) αυτός που έχει την κατοικία του σ έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.) αρχ. (το αρσ. πληθ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

  • υπέροικος — ον, Α αυτός που κατοικεί πάνω ή πέρα από κάποιον ή από κάτι («τῶν ὑπεροίκων τῆς χώρης», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἶκος (πρβλ. κάτ οικος, μέτ οικος)] …   Dictionary of Greek

  • μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …   Dictionary of Greek

  • μετοικέτης — μετοικέτης, ὁ (Α) αυτός που κατοικεί στο μέσον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οἰκέτης (< οἶκος)] …   Dictionary of Greek

  • μονοίκια — μονοίκια, τὰ (Μ) αγροτικές παροικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + οίκια, πληθ. τού οίκιον (< οἶκος), πρβλ. επ οίκιον, μετ οίκιον] …   Dictionary of Greek

  • σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”