- ξέσμα
ξέσμα, τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. ξόανον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξέσμα, τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. ξόανον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξέσμα — that which is smoothed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση … Dictionary of Greek
ξεσμάτων — ξέσμα that which is smoothed neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέσμασι — ξέσμα that which is smoothed neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέσματα — ξέσμα that which is smoothed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέσματι — ξέσμα that which is smoothed neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέσματος — ξέσμα that which is smoothed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεσμοσαρκία — ξεσμοσαρκία, ἡ (Μ) κομμάτι που λαμβάνεται με ξύσιμο από τη σάρκα, ξέσμα από σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέσμα + σάρξ, σαρκός] … Dictionary of Greek
κατάξεσμα — κατάξεσμα, τὸ (Α) [καταξέω] κατάξυσμα*, μικρό κομμάτι, ξέσμα, ρίνισμα, πελεκούδι … Dictionary of Greek
ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… … Dictionary of Greek
ξυσμάτιον — ξυσμάτιον, τὸ (Α) [ξύσμα] (υποκορ. τού ξύσμα) 1. μικρό κομμάτι κρέατος που έχει αποκοπεί με ξύσιμο, ξέσμα 2. φρ. «ξυσμάτιον οθόνης» το ξαντό … Dictionary of Greek