- ξάνθιον
ξάνθιον, τό, die Spitzklette, eine Pflanze zum Gelbfärben der Haare, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξάνθιον, τό, die Spitzklette, eine Pflanze zum Gelbfärben der Haare, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξάνθιον — Xanthium Strumarium neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίοις — ξάνθιον Xanthium Strumarium neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίου — ξάνθιον Xanthium Strumarium neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίων — ξάνθιον Xanthium Strumarium neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίῳ — ξάνθιον Xanthium Strumarium neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
ξάνθιο — (xanthium). Ποώδες, μονοετές φυτό με κίτρινα άνθη και με μεγάλους αγκαθωτούς καρπούς. Φυτρώνει συνήθως στα ερείπια σπιτιών και στους χωματόδρομους. Στην Ελλάδα απαντούν αρκετά είδη του φυτού αυτού, τα κυριότερα από τα οποία είναι γνωστά με τις… … Dictionary of Greek
ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
φάσφανο — το / φάσγανον, ΝΜΑ όργανο σφαγής, ξίφος, σπαθί, μαχαίρι αρχ. 1. το ξιφοειδές οστό, το ραχοκόκαλο ορισμένων ψαριών 2. βοτ. α) το φυτό ξιφίον, κν. γνωστό σήμερα ως σπαθόχορτο β) το φυτό ξάνθιον 3. το φυτό ασπάλαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., αβέβαιης… … Dictionary of Greek