- ξάνθισμα
ξάνθισμα, τό, das Gelbgefärbte, Gelbe, ξανϑίσμασι χαίτης, Paul. Sil. 34 (V, 260), wie κόμης Eur. frg. Dan. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξάνθισμα, τό, das Gelbgefärbte, Gelbe, ξανϑίσμασι χαίτης, Paul. Sil. 34 (V, 260), wie κόμης Eur. frg. Dan. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξάνθισμα — that which is dyed yellow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάνθισμα — (xantisma). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζίτων με το μοναδικό είδος ξ. το τεξανό, ιθαγενές του Τέξας. Φυτρώνει σε τόπους άγονους και ξερούς. Μονοετές η διετές φτάνει σε ύψος 30 120 εκ. Έχει φύλλα επαλλάσσοντα γραμμοειδή… … Dictionary of Greek
ξάνθισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξανθίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξανθίσμασι — ξάνθισμα that which is dyed yellow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίσματα — ξάνθισμα that which is dyed yellow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάνθησις — ἀπάνθησις ( εως), η (Α) το ξάνθισμα των λουλουδιών, η ροή των πετάλων τους όταν αρχίζουν να μαραίνονται και να πέφτουν … Dictionary of Greek
ξάνθισις — ξάνθισις, ἡ [Α ξανθίζω] το βάψιμο με ξανθή βαφή, το ξάνθισμα … Dictionary of Greek