μάγος

μάγος

μάγος, , der Magier, s. nom. pr., so hießen die Priester u. Weisen der Perser, die sich auf Astrologie, Traumdeuterei u. andere geheime, zauberische Künste verstanden, Her. oft, Xen., Plut. Dah. übh. Zauberer, Gaukler, Betrüger, als Scheltwort, Soph. ὑφεὶς μάγον τοιόνδε μηχανοῤῥάφον, O. R. 387; μάγων τέχναις, Eur. Or. 1497; οἱ δεινοὶ μάγοι, Plat. Rep. IX, 572 e; auch ἀνὴρ μάγος, Ax. 371; Folgde; oft bei Luc., der auch μάγος γάρ ἐστι δεινή vrbdt, Asin. 4, wie τὴν μάγον M. Argent. 10 (V, 16). – Wie ein adj., zaubernd, zauberisch, im compar., κεστοῦ μαγώτερα, Philod. 10 (V, 121). Vgl. übrigens γόης..


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μᾶγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγος — one of the priests and wise men in Persia masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγος — one of the priests and wise men in Persia masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

  • μάγος — ο θηλ. ισσα 1. αυτός που ασχολείται με τις απόκρυφες τέχνες, τη μαγεία: Στο θέαμα που είδαμε συμμετείχαν μάγοι και ταχυδακτυλουργοί. 2. αυτός που ξεγελά τους άλλους, απατεώνας, αγύρτης: Της είπαν κάτι μάγοι ότι θα τη βοηθήσουν και τους έδωσε ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σίμων ο Μάγος — Σύγχρονος του Ιησού (1ος αι. μ.Χ.), από τη Σαμάρεια ή την Κύπρο, μάγος και αιρετικός του χριστιανισμού. Παρακολουθώντας το κήρυγμα του Φίλιππου στη Σαμάρεια, ο Σ. πείστηκε ότι ο χριστιανισμός ήταν ισχυρότερος από τη μαγική δύναμη και βαφτίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μάγοιο — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc gen sg (epic) Μά̱γοιο , Μᾶγος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγοις — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc dat pl Μά̱γοις , Μᾶγος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγοισι — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc dat pl (epic ionic aeolic) Μά̱γοισι , Μᾶγος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγοισιν — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc dat pl (epic ionic aeolic) Μά̱γοισιν , Μᾶγος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγους — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc acc pl Μά̱γους , Μᾶγος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”