παρ-εξ-ελέγχω

παρ-εξ-ελέγχω

παρ-εξ-ελέγχω (s. ἐλέγχω), in Trugschlüssen widerlegen, Arist. top. 2, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλφαδιάζω — 1. καθορίζω ή ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας, οριζοντιώνω 2. φέρνω στην ίδια γραμμή, στην ίδια ευθεία, τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλφάδι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • αναθεωρώ — ( έω) (Α ἀναθεωρῶ) εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια νεοελλ. τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου αρχ. εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεωρῶ. ΠΑΡ. αναθεώρηση ( ις) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… …   Dictionary of Greek

  • εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • πρυτανεύω — ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α (στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ. β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή… …   Dictionary of Greek

  • τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”