βάσανος

βάσανος

βάσανος, , 1) der Probierstein, lapis lydius, χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει Pind. P. 10, 67; χρυσὸς τριβόμενος βασάνῳ Theogn. 250; übertr., Sp. D., z. B. ἐν βασάνῳ σοφίης κρίνεσϑαι Mnasale. 15 (VII, 54). – 2) Untersuchung, ἐς πᾶσαν β. ἀφικνεῖσϑαι Her. 8, 110; ἐς βάσανον χερῶν εἶ Soph. O. C. 839; vgl. O. R. 492; ἐπ' ἄλλην β. ἀναφέρειν Plat. Gorg. 487 e; προσφέρειν τινί Phil. 23 a; β. λαμβάνειν τινός, Prüfung anstellen, Tim. 68 d; βάσανον δοῦναι, Probe, Beweis von etwas geben, Ar. Th. 801; Plat. Legg. VI, 751 c; τοῠ πιστοὶ εἶναι Xen. Cyr. 7, 5, 64; vgl. ἱκανὴν β. ἔχειν τινός Lys. 26, 17; Untersuchung durch die Folter, ἀκριβέστατος ἔλεγχος Is. 8, 12; εἰς βάσανον διδόναι Antiph. 1, 11; 5, 31; ἐκ βασάνων τἀληϑῆ λέγειν Is. 8, 12, auf der Folter, durch die Folterwerkzeuge; so öfter bei den Rednern; das durch die Folter erzwungene Geständniß, Dem. 23, 24; vgl. Harpocr. Bei Sp. übh. Marter, Qual, z. B. N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βάσανος — touchstone fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσανος — η (AM βάσανος) λεπτομερής, εξονυχιστική εξέταση (α. «η βάσανος της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» θα περάσουν από δοκιμασία, θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο) αρχ. μσν. βασανιστήριο, σωματική κάκωση 2. πόνος, ταλαιπωρία αρχ. 1. η λυδία λίθος,… …   Dictionary of Greek

  • βασάνοις — βάσανος touchstone fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασάνοισιν — βάσανος touchstone fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασάνου — βάσανος touchstone fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασάνους — βάσανος touchstone fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασάνων — βάσανος touchstone fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασάνῳ — βάσανος touchstone fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσανοι — βάσανος touchstone fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσανον — βάσανος touchstone fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CABULUS — machina bellica, ad conterendos muros. Brite Armoric. Philip. l. 7. Sed mox ingentio saxa, Emittit cabulus, nequiensque (haec) ferre debiscit, Per mediumque crepans, purs corruit alter a muri. Forte a gabuli similitudine, veter. gabali. Glossa… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”