- παρ-εμ-βύω
παρ-εμ-βύω, daneben, an der Seite einschieben, παρενεβέβυστο Luc. hist. conscr. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εμ-βύω, daneben, an der Seite einschieben, παρενεβέβυστο Luc. hist. conscr. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραβύω — Α παρεμβάλλω, παραγεμίζω 2. μπήγω 3. φράζω («παραβύειν τὰ ὦτα», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βύω «κλείνω, αποφράσσω»] … Dictionary of Greek
ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… … Dictionary of Greek