μηλέα

μηλέα

μηλέα, , zsgzgn μηλῆ, der Apfelbaum; μηλέαι ἀγλαόκαρποι, Od. 7, 115. 24, 340, wo es zweisylbig zu lesen ist; Sp., wie Theophr., Paus.; Κυδωνία, der Quittenbaum; Περσική, der Pfirsichbaum.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηλέα — μηλέᾱ , μηλέα apple tree fem nom/voc/acc dual μηλέᾱ , μηλέα apple tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλέᾳ — μηλέαι , μηλέα apple tree fem nom/voc pl μηλέᾱͅ , μηλέα apple tree fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλέα — Ονομασία δεκαεπτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Μικρή Μηλέα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 43 κάτ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 31 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κατερίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύδνας …   Dictionary of Greek

  • μηλέας — μηλέᾱς , μηλέα apple tree fem acc pl μηλέᾱς , μηλέα apple tree fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλέαι — μηλέα apple tree fem nom/voc pl μηλέᾱͅ , μηλέα apple tree fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλέαν — μηλέᾱν , μηλέα apple tree fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλεῶν — μηλέα apple tree fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλέαις — μηλέα apple tree fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • Griechische Diglossie — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”