παρ-εκ-νέομαι

παρ-εκ-νέομαι

παρ-εκ-νέομαι (s. νέομαι), dabei, daneben, heraus-, vorübergehen, -fahren, c. accusat., Ap. Rh. 2, 941.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παρανέομαι — Α πορεύομαι, διαβαίνω κοντά ή δίπλα από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νέομαι «έρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • νόστος — ο (Α νόστος) επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῡ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (γενικά) επάνοδος 2. ταξίδι, πλους 3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή 4. (για φαγητό) νοστιμιά 5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοι… …   Dictionary of Greek

  • παρεκνέομαι — Α πλέω κοντά, περνώ παραπλέοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκ + νέομαι «πηγαίνω, γυρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”