μολεῖν

μολεῖν

μολεῖν, aor. II. zu βλώσκω, welches für μλώσκω steht, wie auch das perf. μέμβλωκα (s. παραβ.) für μέμλωκα lautet, fut. μολοῦμαι,gehen, kommen, πρὶν δωδεκάτη μόλῃ ἠώς, Il. 24, 781; δεῦρο μολόντες, Od. 3, 44, öfter; auch von Schiffen, δεῠρο μολοῠσαι, Il. 15, 720; δὴ γὰρ μέμβλωκε μάλιστα ἦμαρ, der Tag ist schon weit vorgerückt, Od. 17, 190; oft bei Pind., ἐν ναυσὶ μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον, P. 3, 68, μόλεν ἐς ἀνδρῶν ὅμιλον, P. 10, 45, ὀπίσω οἴκαδε μόλοι, N. 3, 60, auch σπλάγχνων ὕπο ματέρος ἐς αἴγλαν μόλεν, 1, 36; vgl. Eur. Phoen. 1591; der aor. häufig bei den Tragg., in vielfältigen, die Uebersetzung des Wortes modificirenden Bedeutungen; εἰς Ἅιδην, Aesch. Prom. 1030; auch mit dem bloßen accus., γῆν μολόντες Ἑλλάδα, ins griechische Land, Pers. 795; u. übertr., οὐπώποτ' ηὔχουν ξένους μολεῖσϑαι λόγους ἐς ἀκοὰν ἐμάν, Prom. 691; τἀνδρὸς ἀντίον μολεῖν, Soph. Tr. 782, der auch das fut. hat, O. C. 1739; das partic. aor. steht in lebhafter Beschreibung einer Handlung oft für uns scheinbar pleonastisch, σοί φασιν αὐτὸν ἐς λόγους ἐλϑεῖν, μολόντ' αἰτεῖν ἀπελϑεῖν τε, 1166; νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών, komm und besuche mich, Ai. 841; vgl. noch Phil. 330; auch übertr., διὰ σάρκα ἐμὰν ἔλεος ἔμολε ματρός, Eur. Phoen. 1294; διὰ μάχης μολεῖν τινι, I. A. 1392; δι' ἔχϑρας τῷδε καὶ φόνου μολών, Or. 449 (vgl. διά); εἰς ὕποπτα μὴ μόλοις ἐμοί, El. 345; er hat auch das perf., πολεμίων μεμβλωκότων, Rhes. 629; Ar. Lys. 984, wo ein Lacedämonier spricht, vgl. Plut. apophth. lac. p. 206; oft in Anth.; selten in att. Prosa, μόλωσι, Xen An. 7, 1, 33; Pol. 30, 9, 5. – Bei Christodor. ecphr. 128 steht auch μολοῦντος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μολείν — μολεῑν (Α) απρμφ. αορ. β τού βλώσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. βλώσκω] …   Dictionary of Greek

  • μολεῖν — βλώσκω go or come aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HYPERBOREI populi — et montes, qui et Riphaei, ultra Scythiam, teste Arist. Virg. Georg. l. 3. v. 196. et 381. Vett. hos circa Tanais fluv. fontes describunt, cum ibi maxima sit planities. Argumenti ratio postulat (inquit H. Iacobius) ut in Hyperboreorum sedes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Παρνασιάς — και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῑν... Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Παρνασ(σ)ός + επίθημα ιάς (πρβλ. Κρον ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • αγχίμολος — (τέλη 6ου αι. π.Χ).Σπαρτιάτης στρατηγός, γιος του Αστέρα. Στάλθηκε από τη Σπάρτη στην Αθήνα με στρατό για να διώξει τους Πεισιστρατίδες. Στη μάχη που επακολούθησε στο Φάληρο, οι Λακεδαιμόνιοι νικήθηκαν από τους συνασπισμένους με χίλιους Θεσσαλούς …   Dictionary of Greek

  • καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • μολεύω — (I) (Μ μολεύω) 1. μεταδίδω μόλυσμα ή νόσημα, μολύνω κάποιον 2. μολύνομαι 3. μτφ. μιαίνω, ατιμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύνω, με επίδραση τού νοθεύω]. (II) μολεύω (Α) κόβω και μεταφυτεύω τις παραφυάδες τών δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματ …   Dictionary of Greek

  • μολοβρός — μολοβρός, ὁ (Α) 1. (για επαίτη) αυτός που σπεύδει προς τη βορά, ακόρεστος στην τροφή, γαστρίμαργος, λαίμαργος 2. ως επίθ. μολοβρός, ή, όν αυτός που μόλις αυξάνεται, χαμηλός, ταπεινός («μολοβρὴ ῥίζα» ή «μολοβρὴ κεφαλή» η ρίζα, ή κεφαλή φυτού που… …   Dictionary of Greek

  • νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”