παρ-εικάζω

παρ-εικάζω

παρ-εικάζω, nebeneinanderstellen und vergleichen; ὃ τῷ μεγίστῳ παρῃκάζομεν (v. l. παρεικάζομεν) κύματι, Plat. Rep. V, 473 c; Polit. 260 e; Arist. u. Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… …   Dictionary of Greek

  • παρεικάζ — ΜΑ 1. παραβάλλω, συγκρίνω, παραλληλίζω 2. καθιστώ, κάνω όμοιο κάτι με κάτι άλλο («νεφέλην τῇ Ἥρα παρεικάζειν», Σχόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰκάζω «παρομοιάζω, συγκρίνω, γίνομαι όμοιος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”