μην-αγύρτης

μην-αγύρτης

μην-αγύρτης, , ein monatlich (μήν) herumziehender, bettelnder Priester der Cybele, VLL.; sonst μητραγύρτης, vgl. Mein. Men. p. 111.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μητραγύρτης — ο (Α μητραγύρτης) 1. ως κύριο όν. Μητραγύρτης τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους 2. συν. στον πληθ. οι μητραγύρτες (κατά την αρχαιότητα) περιπλανώμενοι ιερείς τής Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, οι οποίοι διέδιδαν τη λατρεία τής θεάς, διηγούνταν ιστορίες… …   Dictionary of Greek

  • μηναγύρτης — μηναγύρτης, ὁ (Α) 1. μητραγύρτης* 2. ως κύριο όν. Μηναγύρτης τίτλος κωμωδιών τού Αντιφάνους και τού Μενάνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Μήν + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”