παρ-εκ-τίθημι

παρ-εκ-τίθημι

παρ-εκ-τίθημι (s. τίϑημι), heimlich aussetzen, Schol. Eur. Andr. 69 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • άθετος — η, ο (Α ἄθετος, ον) νεοελλ. ατοποθέτητος αρχ. 1. ο δίχως θέση ή τόπο 2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος 3. επίρρ. ἀθέτως παράνομα, δεσποτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θετός < τίθημι. ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία] …   Dictionary of Greek

  • άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • αγωνοθέτης — Εκείνος που έκρινε, μαζί με άλλους α., τις διαφορές στους αγώνες στην αρχαία Ελλάδα και έδινε τα έπαθλα. Στους ομηρικούς χρόνους, αλλά και στους κατοπινούς, α. ήταν εκείνος που οργάνωνε έναν αγώνα. Στους μεγάλους όμως αγώνες, όπως τα Ίσθμια, τα… …   Dictionary of Greek

  • αθλοθέτης — Στην αρχαιότητα α. ονομαζόταν ο ιδρυτής των αγώνων. Κυρίως όμως σήμαινε αυτόν που έκρινε τους αγώνες και μοίραζε τα βραβεία. Στην αρχαία Αθήνα διορίζονταν με κλήρο δέκα άντρες, ένας από κάθε φυλή, ως α. για τέσσερα χρόνια. Κύριο έργο τους είχαν,… …   Dictionary of Greek

  • αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”