παρ-εις-άγω

παρ-εις-άγω

παρ-εις-άγω (ἄγω), daneben hineinführen, heimlich einführen, auch ohne einen solchen Nebenbegriff, z. B. ins Theater, Isocr. 8, 82; oft bei Pol., z. B. 1, 18, 3; μουσικὴν ἐπ' ἀπάτῃ παρειςῆχϑαι τοῖς ἀνϑρώποις, 4, 20, 5; einrichten, 4, 21, 1; auch redend oder handelnd einführen, 3, 47, 7; D. Sic. 1, 96 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”