- παρ-εις-οδεύω
παρ-εις-οδεύω, = παρειςκομίζω, Luc. Philopatr. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εις-οδεύω, = παρειςκομίζω, Luc. Philopatr. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek