- μονό-λωπος
μονό-λωπος, mit einer Bedeckung, Hesych. erkl. μονοχίυων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-λωπος, mit einer Bedeckung, Hesych. erkl. μονοχίυων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νήλωπος — νήλωπος, ον (Α) αυτός που δεν φορά ιμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + λώπος «ιμάτιο» (πρβλ. μονό λωπος)] … Dictionary of Greek