- μονό-μαζος
μονό-μαζος, mit einer Brust, von den Amazonen, Eust. 402, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-μαζος, mit einer Brust, von den Amazonen, Eust. 402, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρμαζος — ον, Μ αυτός που βρίσκεται πάνω από το στήθος, πάνω από τους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + μαζός, ιων. τ. τού μαστός (πρβλ. μονό μαζος)] … Dictionary of Greek
μονόμαζος — μονόμαζος, ον (Μ) (για αμαζόνα) αυτή που έχει έναν μόνο μαστό, μονοβύζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μαζός «μαστός» (πρβλ. δεκά μαζος)] … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek