- μονό-κλῑνον
μονό-κλῑνον, τό, ein Lager für einen Einzelnen, dah. der Sarg, Philodem. 32 (IX, 570).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-κλῑνον, τό, ein Lager für einen Einzelnen, dah. der Sarg, Philodem. 32 (IX, 570).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίκλινον — ἡμίκλινον, τὸ (Α) επιγρ. μικρό κρεβάτι, κλίνη μικρών διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλινον (< κλίνη), πρβλ. μονό κλινον, τρί κλινον] … Dictionary of Greek
περίκλινον — τὸ, Α 1. κλίνη ή ανάκλιντρο γύρω από τραπέζι 2. κάλυμμα που περιβάλλει το ανάκλιντρο από όλες τις πλευρές, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλίνον (< κλίνη), πρβλ. μονό κλινον] … Dictionary of Greek