- παρ-εις-φθείρομαι
παρ-εις-φθείρομαι (s. φϑείρω), zu seinem eignen od. eines Andern Unglück daneben, heimlich hineingehen, hineingerathen, Philo u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εις-φθείρομαι (s. φϑείρω), zu seinem eignen od. eines Andern Unglück daneben, heimlich hineingehen, hineingerathen, Philo u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek