- μοχθήεις
μοχθήεις, εσσα, εν, p. = μοχϑηρός, Nic. Al. 538 (616), Schol. erkl. ἐπίπονος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοχθήεις, εσσα, εν, p. = μοχϑηρός, Nic. Al. 538 (616), Schol. erkl. ἐπίπονος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοχθήεις — μοχθήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, επίπονος, επίμοχθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόχθος + κατάλ. ήεις (πρβλ. ονειρ ήεις)] … Dictionary of Greek
μοχθήεντα — μοχθήεις neut nom/voc/acc pl μοχθήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek