μηχανή

μηχανή

μηχανή, (machina, machen), eigtl. Hülfsmittel, Werkzeug Etwas zu machen, zu bewerkstelligen; – a) List, Kunstgriff, Ränke; Hes. Th. 146; ὀρϑοβούλοισι μαχαναῖς, Pind. P. 8, 78; πᾶσαν συνάψας μηχανὴν δυςβουλίας, Aesch. Ag. 1391; ἐννυχίοις μηχαναῖς, Soph. Ai. 181; neben πόρος, Eur. Med. 260; ἐχϑρῶν, Anschlag der Feinde, Rhes. 141; ποίας μηχανὰς πλέκουσιν, Andr. 66, wie Plat. Conv. 203 d; μηχαναὶ Σισύφου, Ar. Ach. 366; σοφιστῶν, Plat. Legg. X, 908 d. – b) Kunst, Erfindung; τὰν ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, Pind. P. 3, 62; ποτανά, N. 7, 22; εὗρε μηχανὴν σωτηρίας, er erfand Mittel zur Rettung, Aesch. Spt. 191. – Bes. c) Vorrichtung zu Etwas, Werkzeug; ἰχϑυβόλῳ μηχανᾷ, Aesch. Spt. 123; μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορϑμόν, durch künstliche Vorrichtungen, Pers. 708; πόλιν πύργων βαϑείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην, Suppl. 934; κρατεῖ δὲ μηχαναῖς ἀγραύλου ϑηρός, Soph. Ant. 348; μηχανή τε πεπλεγμένη, Eur. Andr. 996; εἰς ἀρκυστάταν μηχανὰν ἐμπλέκειν, Or. 1423; καινὰς μηχανὰς προςφέρειν πρός τινα, Ar. Nubb. 472; τινί, Thesm. 1132. Bes. Kriegs- u. Belagerungsmaschinen, μηχανὰς προςῆγον τῇ πόλει, Thuc. 3, 76. 4, 100 u. öfter, wie Pol. oft. Auch von Theatermaschinen, ὥςπερ ἐπὶ τραγικῆς μηχανῆς ϑεός, Plat. Clit. 407 a, vgl. Crat. 425 d; ὁ ἀπὸ μηχανῆς ϑεός, Men. bei Schol. Plat. p. 394; Plut. u. a. Sp. – Uebh. Mittel wozu, Etwas zu erlangen; εἴ τίς ἐστι μηχανή, ἴϑι καὶ πειρῶ, Her. 8, 57, öfter; μηδεμιῇ μηχανῇ, allgemein = auf keine Weise, 7, 51, u. so οὐδεμίην εἶναι μηχανήν, ὅκως οὐ τῷ ἀστῷ προςϑήσονται, es gäbe keinen Ausweg, daß sie nicht, sie müßten, 2, 160; ἔστι τοι οὐδεμίη μηχανὴ μὴ οὐκ ἀπολωλέναι, 2, 181, vgl. 1, 209. 3, 51; μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ, Thuc. 5, 18. 47; τίς μηχανὴ μὴ οὐχί, wie ist es anders möglich, als daß, Plat. Phaed. 72 d; οὐδεμία γὰρ μηχανὴ εἴη, denn es sei nicht möglich, ib. 86 a, öfter; mit folgendem ὥςτε, Conv. 188 e u. öfter bei Folgdn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηχανή — contrivance fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — η 1. κάθε συσκευή που εξυπηρετεί τον άνθρωπο στη δουλειά του, κάθε συσκευή που μετασχηματίζει μια ενέργεια σε άλλη μορφή: Ξυριστική μηχανή. 2. «η κρατική μηχανή», το σύνολο των κρατικών υπηρεσιών. 3. μτφ., τέχνασμα, σκευωρία, κόλπο: Μου έστησε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηχανῇ — μηχανάομαι make by art pres subj mp 2nd sg (doric) μηχανάομαι make by art pres ind mp 2nd sg (doric) μηχανάομαι make by art pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μηχανάομαι make by art pres ind mp 2nd sg (epic ionic) μηχανῆι , μηχανεύς contriver masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανή εσωτερικής καύσης — Μηχανή μετατροπής θερμότητας, η οποία παράγεται από καύση που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της, σε έργο. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ταξινόμησης των μ.ε.κ. με βάση το καύσιμο που χρησιμοποιούν, τον αριθμό και τη γεωμετρία των κυλίνδρων, τον τύπο και… …   Dictionary of Greek

  • Μηχανῆ — Μηχανεύς contriver masc nom/voc/acc dual Μηχανεύς contriver masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανῆ — μηχανεύς contriver masc nom/voc/acc dual μηχανεύς contriver masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηχανῇ — Μηχανῆι , Μηχανεύς contriver masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… …   Dictionary of Greek

  • αερόψυκτη μηχανή — Μηχανή εσωτερικής καύσης, που ψύχεται με αέρα κατά την ώρα της λειτουργίας της. Ο κύλινδρος της α.μ. είναι κατασκευασμένος με πολλές πτυχές και εξωτερικά αυλάκια για να έχει μεγάλη ψυχόμενη επιφάνεια. Μέσα από τις πτυχές και τα αυλάκια κυκλοφορεί …   Dictionary of Greek

  • δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”