- μηχανίη
μηχανίη, ἡ, poet. = μηχανή, Or. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηχανίη, ἡ, poet. = μηχανή, Or. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηχανία — μηχανία, ἡ (ΑΜ, Α ποιητ. τ. μηχανίη, Μ και μηχανιά) δόλος, πανουργία, απάτη, τέχνασμα, παγίδα μσν. φρ. «μπαίνω εἰς μηχανίαν μετά τινος» σχεδιάζω κάτι με κάποιον ή κάνω συμφωνία με κάποιον σκεπτόμενος πονηρά ή υστερόβουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή +… … Dictionary of Greek