μηχανόεις

μηχανόεις

μηχανόεις, εσσα, εν, erfindungsreich, kunstreich, σοφόν τι τὸ μηχανόεν τέχνας ἔχων Soph. Ant. 362.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηχανόεις — μηχανόεις, εσσα, εν (Α) ευφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • μηχανόεν — μηχανόεις ingenious masc voc sg μηχανόεις ingenious neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • ՄԵՔԵՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0258 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. ՄԵՔԵՆԱՒՈՐ կամ ՄԵՆՔԵՆԱՒՈՐ. μηχανικός, κή, κόν , μηχανατικός, μηχανόεις mechanicus, machinas fabricandi peritus, ingeniosus, solers, fraudulentus… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”