- νηφόντως
νηφόντως, adv. zum partic. praes. von νήφω, nüchtern, mit Bedacht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηφόντως, adv. zum partic. praes. von νήφω, nüchtern, mit Bedacht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηφόντως — (Α) επίρρ. 1. με νηφαλιότητα, με σύνεση 2. με ένταση, άγρυπνα («τὸ μὴ συνεχῶς προσεύχεσθαι καὶ νηφόντως», Εφραίμ. Σύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νήφων, οντος, μτχ. ενεστ. τού νήφω «απέχω από το κρασί, είμαι σε πνευματική διέγερση» + επιρρμ. κατάλ. ως (πρβλ … Dictionary of Greek