βουλή

βουλή

βουλή, , 1) der Wille, Rathschluß, Διός Il. 1, 5 u. öfter. – 2) Rathschlag, Rath, bes. ἀγαϑή, ἐσϑλή, Hom.; vgl. Hes. O. 264; plur., Aesch. Prom. 219; Soph. Phil. 1231. – 3) die Berathschlagung, νυκτὶ βουλὴν διδούς Her. 7, 12, Rath haltend; ἐν βουλῇ ἔχοντες τὰ γενόμενα Her. 3, 78; ποιεῖσϑαι 6, 101 u. öfter; περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ βουλή Plat. Phaedr. 237 c; Dem. 6, 35; περί τινος προτιϑέναι 18, 192; διδόναι Xen. Cyr. 7, 2, 27. – 4) die Rathsversammlung, γερόντων Il. 2, 53 u. öfter; in Athen bes. der Rath der 500, Plat. Phaedr. 258 a u. öfter, wie bei Rednern, u. zwar immer mit dem Artikel, zuweilen mit dem Zusatz τῶν πεντακοσίων; selten vom Areopag, Xen. Mem. 3, 5, 20; auch in anderen Staaten, z. B. in Theben, Hell. 5, 2, 20; Sp. vom röm. Senate; Senatssitzung, D. Hal. 6, 69; auch vom Orte der Senatsversammlung.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βουλή — will fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να …   Dictionary of Greek

  • βουλή — η 1. θέληση, πρόθεση: Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τις πραγματικές βουλές του άλλου. 2. το σώμα των αιρετών αντιπροσώπων του λαού, το κοινοβούλιο: Η βουλή ψηφίζει τους νόμους του κράτους. 3. το κτίριο, όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουλῇ — βουλῆι , βουλεύς masc dat sg (epic ionic) βουλή will fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουλῆ — Βουλεύς masc nom/voc/acc dual Βουλεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλῆ — βουλεύς masc nom/voc/acc dual βουλεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουλῇ — Βουλῆι , Βουλεύς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βούλῃ — Βούληι , Βούλις fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλῃ — βούλομαι will pres subj mp 2nd sg βούλομαι will pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. — ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. См. Не рой другому ямы, сам попадешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐν νυκτὶ βουλὴ. — ἐν νυκτὶ βουλὴ. См. Утро вечера мудренее …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”