- παρ-ιαύω
παρ-ιαύω, dabei schlafen, τινί, Il. 9, 336, u. in tmesi, 9, 470, wie Od. 14, 21; einzeln bei sp. D., wie Ap. Rh. 1, 606.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ιαύω, dabei schlafen, τινί, Il. 9, 336, u. in tmesi, 9, 470, wie Od. 14, 21; einzeln bei sp. D., wie Ap. Rh. 1, 606.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά … Dictionary of Greek
παριαύω — Α (ποιητ. τ.) κοιμάμαι κοντά σε κάποιον ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰαύω «κοιμάμαι, διανυκτερεύω»] … Dictionary of Greek