- παρ-εν-τάσσω
παρ-εν-τάσσω, att. -ττω, daneben od. dazwischen anordnen, Plut. de an. procr. 20 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εν-τάσσω, att. -ττω, daneben od. dazwischen anordnen, Plut. de an. procr. 20 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
μετατάσσω — (ΑΜ μετατάσσω, Α αττ. τ. μετατάττω) [τάσσω] τάσσω αλλού, μεταθέτω, μεταφέρω σε άλλη θέση, μετατοπίζω, μετακινώ νεοελλ. 1. μεταφέρω αξιωματικό από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο 2. (γενικά) μεταθέτω δημόσιο υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη παρεμφερή μσν … Dictionary of Greek
παρεύτακτος — ὁ, Α μέλος ειδικής οργάνωσης ή σωματείου εφήβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εὔτακτος (< εὖ + τάσσω)] … Dictionary of Greek