μητρο-κτόνος

μητρο-κτόνος

μητρο-κτόνος, die Mutter tödtend, Muttermörder; χεῖρες, Aesch. Eum. 102; μίασμα, 271; subst., 470; Eur. κηλίς, αἷμα, I. T. 1200 Or. 1449, auch subst. öfter; in Prosa, Plat. Legg. IX, 869 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κουροκτόνος — κουροκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει παιδιά, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • ληστοκτόνος — ληστοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει ληστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος, παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • λυκοκτόνος — λυκοκτόνος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώνει, που εξολοθρεύει λύκους («λυκοκτόνος φαρέτρη», Ανθ. Παλ.) 2. (το αρσ.) επίθετο τού Απόλλωνος («αὕτη δ , Ὀρέστα, τοῡ λυκοκτόνου θεοῡ ἀγορὰ Λύκειος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυκοκτόνον είδος φυτού με το… …   Dictionary of Greek

  • μνηστηροκτόνος — μνηστηροκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει τους μνηστήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνηστήρ, ῆρος + κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • μοιχοκτόνος — μοιχοκτόνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φονεύει μοιχό ή μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος, πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • τιτυοκτόνος — ον, Α αυτός που φόνευσε τον Τιτυό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτυός + κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • τυραννοκτόνος — ο, η, ΝΜΑ 1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α. β. «τυραννοκτόνον πάθος», Φάλ.) 2. φονέας τυράννου 3. (το αρσ. στον πληθ.) οι τυραννοκτόνοι οι Αθηναίοι Αρμόδιος… …   Dictionary of Greek

  • υιοκτόνος — ο / υἱοκτόνος, ον, ΝΜΑ (λόγιος τ.) ο φονιάς τού ίδιου τού παιδιού του, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + κτονος (< κτόνος< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • μηδοκτόνος — μηδοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει Μήδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • μηλοκτόνος — μηλοκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • ξιφοκτόνος — ξιφοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει με ξίφος (α. «ξιφοκτόνος χέρας», Σοφ. β. «ξιφοκτόνον διωγμόν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”