- βοτρυόεις
βοτρυόεις, εσσα, εν, traubenreich, οἰνάς Ion bei Ath. X, 447 d; κισσός Mal. 110 (IX, 363); πλοχμοί Ap. Rh. 2, 677.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτρυόεις, εσσα, εν, traubenreich, οἰνάς Ion bei Ath. X, 447 d; κισσός Mal. 110 (IX, 363); πλοχμοί Ap. Rh. 2, 677.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοτρυόεις — βοτρυόεις, εσσα, εν (Α) [βότρυς] ο γεμάτος σταφύλια … Dictionary of Greek
βοτρυόεις — full of grapes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυόεν — βοτρυόεις full of grapes masc voc sg βοτρυόεις full of grapes neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυόεντα — βοτρυόεις full of grapes neut nom/voc/acc pl βοτρυόεις full of grapes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυόεντας — βοτρυόεις full of grapes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυόεντες — βοτρυόεις full of grapes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυόεντι — βοτρυόεις full of grapes masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυόεντος — βοτρυόεις full of grapes masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυόεσσαν — βοτρυόεις full of grapes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυόεσσ' — βοτρυόεσσα , βοτρυόεις full of grapes fem nom/voc sg βοτρυόεσσαι , βοτρυόεις full of grapes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek