- παρ-εμ-πάσσω
παρ-εμ-πάσσω, daneben, dazu, damit einstreuen, Diosc. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εμ-πάσσω, daneben, dazu, damit einstreuen, Diosc. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραπάσσω — αττ. τ. παραπάττω, Α πασπαλίζω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πάσσω «πασπαλίζω»] … Dictionary of Greek
παστάδα — η / παστός, άδος, ΝΑ κοιτώνας, ιδίως ο νυφικός θάλαμος αρχ. 1. χώρος με κίονες που βρισκόταν μπροστά από το σπίτι 2. στοά με κίονες («τοῡ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.) 3. η ρωμαϊκή βασιλική στοά 4. το μέρος τού σπιτιού… … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek