- παρ-εμ-πλήθω
παρ-εμ-πλήθω, überfüllt, überladen sein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εμ-πλήθω, überfüllt, überladen sein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραπλήθω — Α είμαι γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλήθω «είμαι πλήρης»] … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek