- παρ-εύρεσις
παρ-εύρεσις, ἡ, das Ersinnen einer Ausrede, einer Ausflucht, Dem. 18, 37 u. Sp., Inscr.; die Θρᾳκία παρ. war sprichwörtlich geworden, Strab. 9, 2, 4, Zenob. 4, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εύρεσις, ἡ, das Ersinnen einer Ausrede, einer Ausflucht, Dem. 18, 37 u. Sp., Inscr.; die Θρᾳκία παρ. war sprichwörtlich geworden, Strab. 9, 2, 4, Zenob. 4, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek