μηρο-τυπής

μηρο-τυπής

μηρο-τυπής, ές, die Schenkel schlagend, stechend, κέντρον, Philp. 59 (IX, 274).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλευροτυπής — ές Α φρ. «πλευροτυπής κέλαδος» το λάλημα τού πετεινού, ο οποίος ταυτόχρονα χτυπάει τα φτερά στα πλευρά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μηρο τυπής, στερνο τυπής] …   Dictionary of Greek

  • στερνοτυπής — ές, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία* («πάταγος στερνοτυπής», Αντίπ. Θεσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μηρο τυπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”