μηριαῖος

μηριαῖος

μηριαῖος, zu den Schenkeln gehörig, an den Schenkeln; ὀστᾶ, Schol. Il. 1, 40; Xen. Hipp. 11, 4; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηριαίος — α, ο (Α μηριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς νεοελλ. φρ. α) «μηριαία αρτηρία» ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων τού μηρού β) «μηριαία φλέβα» ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο τού μηρού… …   Dictionary of Greek

  • μηριαῖον — μηριαῖος of masc acc sg μηριαῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηριαῖα — μηριαῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηριαῖαι — μηριαῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηριαίας — μηριαί̱ᾱς , μηριαῖος of fem acc pl μηριαί̱ᾱς , μηριαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηριαίων — μηριαί̱ων , μηριαῖος of fem gen pl μηριαί̱ων , μηριαῖος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρικός — ή, ό αυτός που ανήκει στον μηρό, ο μηριαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …   Dictionary of Greek

  • τετράγωνος — η, ο / τετράγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, δηλ. αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες ορθές και τέσσερεις πλευρές ίσες (α. «τετράγωνα ιστία» β. «δοκοὺς τετραγώνους», Θουκ.) 2. μτφ. τέλειος όπως το τετράγωνο, σταθερός, θετικός,… …   Dictionary of Greek

  • τετρακέφαλος — η, ο / τετρακέφαλος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τέσσερα κεφάλια ή τέσσερεις κεφαλές («τετρακέφαλον δίκην ὕδρας», Νείλ.) νεοελλ. φρ. «τετρακέφαλος μηριαίος» ανατ. ο μεγάλος μυς που περιβάλλει το μηριαίο οστό και σχηματίζει το ανάγλυφο τής πρόσθιας… …   Dictionary of Greek

  • μηριαίαις — μηριαί̱αις , μηριαῖος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”