- παρ-εφ-εδρεύω
παρ-εφ-εδρεύω, daneben sitzen, um zu bewachen, aufzupassen, τοῖς σιτολογοῦσι παρεφήδρευε, Pol. 3, 100, 7. 4, 74, 6 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εφ-εδρεύω, daneben sitzen, um zu bewachen, aufzupassen, τοῖς σιτολογοῦσι παρεφήδρευε, Pol. 3, 100, 7. 4, 74, 6 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek