- μορφο-ποιός
μορφο-ποιός, gestaltend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μορφο-ποιός, gestaltend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιξοποιώ — ἰξοποιῶ, έω (Α) κάνω κάτι ιξώδες, κολλώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ικανο ποιώ, μορφο ποιώ] … Dictionary of Greek
κομποποιώ — κομποποιῶ, έω (Α) υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. μορφο ποιώ, πολτο ποιώ] … Dictionary of Greek