νη-πενθής

νη-πενθής

νη-πενθής, ές, ohne Leid, ohne Trauer, so adv. νηπενϑέως ἀνέτλη, Protag. bei Plut. cons. ad Apoll. p. 360. – Gew. Leid, Kummer lindernd, verscheuchend, φάρμακον νηπενϑές τ' ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληϑον ἁπάντων, Od. 4, 221, und darnach öfter bei Sp. von einem solchen Zaubermittel, Luc. Salt. 79. Auch Apollo heißt so, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 14).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πενθῇς — πενθέω bewail pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοπενθής — ἰσοπενθής, ές (Α) αυτός που έχει ίδιο πένθος, ίδια λύπη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. αβρο πενθής, δεινο πενθής] …   Dictionary of Greek

  • νηπενθής — ές (Α νηπενθής, ές) 1. αυτός που αποβάλλει, που απομακρύνει το πένθος, τη λύπη 2. αυτός που είναι απαλλαγμένος από θλίψη νεοελλ. 1. αυτός που δεν προκαλεί λύπη 2. το ουδ. ως ουσ. το νηπενθές βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • πολυπενθής — ές, Α 1. αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», Ομ. Ιλ. β. «γέρον πολυπενθές», Ομ. Οδ. γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», Ομ. Οδ.) 2. (για γεγονότα) πολυθρήνητος… …   Dictionary of Greek

  • ετοιμοπενθής — ἑτοιμοπενθής, ές (Μ) ο ευαίσθητος στα πένθη, στις λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπενθής — μεγαλοπενθής, ές (Α) πολύ θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] …   Dictionary of Greek

  • νεοπενθής — νεοπενθής, ές (Α) 1. αυτός που πενθεί πρόσφατο θάνατο 2. αυτός που θρηνήθηκε πρόσφατα, δηλ. αυτός που πέθανε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] …   Dictionary of Greek

  • συμπενθής — ές, Α αυτός που πενθεί μαζί ή για τον ίδιο λόγο με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πενθής (< πένθος), πρβλ. δυσ πενθής] …   Dictionary of Greek

  • ταλαπενθής — ές, Α 1. αυτός που υφίσταται υπομονετικά τις ταλαιπωρίες, καρτερικός 2. κοπιώδης, κοπιαστικός 3. θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] …   Dictionary of Greek

  • φιλοπενθής — ές, Α 1. αυτός που τού αρέσει να πενθεί («γυναῑκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπενθές υπερβολική θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] …   Dictionary of Greek

  • ακροπενθής — ἀκροπενθὴς ( οῡς), ές (Α) αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + πενθὴς < πένθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”