- νη-πευθής
νη-πευθής, ές (πυνϑάνομαι), unerforschlich, unaussprechlich, ὄργια, Orak. bei Macrob. Saturn. 1, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νη-πευθής, ές (πυνϑάνομαι), unerforschlich, unaussprechlich, ὄργια, Orak. bei Macrob. Saturn. 1, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηπευθής — και, κατά τον Ησύχ., νηπυθής, ές (Α) αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν πληροφορίες ή για τον οποίο δεν έγιναν έρευνες, άγνωστος, ανεξερεύνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + πευθής (< πεύθομαι «μαθαίνω, πληροφορούμαι»), πρβλ. α πευθής, νεο … Dictionary of Greek
νεοπευθής — νεοπευθής, ές (Α) αυτός που έγινε γνωστός πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. πολυ πευθής] … Dictionary of Greek
πολυπευθής — ές, Α φρ. «ἑβδόμη πολυπευθής» η μέρα κατά την οποία πολλοί ζητούσαν προβλέψεις για το μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεο πευθής] … Dictionary of Greek
φιλοπευθής — ές, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να ρωτά 2. (κατ επέκτ.) φιλομαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεο πευθής] … Dictionary of Greek
bheudh-, nasal bhu-n-dh- — bheudh , nasal bhu n dh English meaning: to be awake, aware Deutsche Übersetzung: “wach sein, wecken, beobachten; geweckt, geistig rege, aufmerksam sein, erkennen, or andere in addition veranlassen (aufpassen machen, kundtun,… … Proto-Indo-European etymological dictionary