δίδυμος

δίδυμος

δίδυμος, η, ον, auch 2 Endgn, αἱ δίδυμοι, Pind. P. 4, 209, wie Plat. Legg. III, 691 d; doppelt, zweifach; von δύο mit Reduplication? oder von δι- (δίς δύο) und δύεσϑαι, vgl. ἀμφίδυμος, νήδυμος? Bei Homer zweimal: Iliad. 23, 641 von den Aktorionen οἱ δ' ἄρ' ἔσαν δίδυμοι' ὁ μὲν ἔμπεδον ἡνιόχευεν, ἔμπεδον ἡνιόχευ', ὁ δ' ἄρα μάστιγι κέλευεν, d. h. sie waren zusammengewachsen, ein Doppelleib; Scholl. vs. 638. 639 Ἀρίσταρχος δὲ διδύμους ἀκούει οὐχ οὕτως ὡς ἡμεῖς ἐν τῇ συνηϑείᾳ νοοῠμεν, οἷοι ἦσαν καὶ οἱ Διόσκουροι, ἀλλὰ τοὺς διφυεῖς, δύο ἔχοντας σώματα, Ἡσιόδῳ μάρτυρι χρώμενος, καὶ τοὺς συμπεφυκότας ἀλλήλοις. οὕτως γὰρ καὶ τὸ λεγόμενον ἐπ' αὐτῶν σαφηνίζεσϑαι ἄριστα; Apollon. Lex. Homer. p. 58, 26 Διδυμάονε δίδυμοι ἀδελφοὶ οἱ κεχωρισμένοι τοῖς σώμασιν. οἱ δὲ συμφυεῖς δίδυμοι λέγονται. Vgl. s. v. Διδυμάων u. s. Lehrs Aristarch. p. 179. Odyss. 19, 227 αὐτάρ οἱ περόνη χρυσοῖο τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι; auch diese Stelle erklärte man im Alterthum analog der Stelle Iliad. 23, 641, δίδυμοι αὐλοί = zwei mit einander unmittelbar verbundene αὐλοί, Scholl. διδύμοισι: διπλαῖς, ἢ συμφυέσι περόναις. – Folgende: χερὶ διδύμᾳ Pind. p. 2, 9, u. öfter; Plat. Tim. 77 d u. sonst; δίδυμος κασίγνητος, Zwillingsbruder, Pind. N. 1, 36, wie ἀδελφός, Dem. 25, 79; so oft bei Att.; γενέσεις διδύμους γεννησάμενος Plat Critia. 113 e; auch δίδυμα, Arist. H. A. 7, 4. – Bei Galen. u. Philodem. 8 (v, 126) sind οἱ δίδυμοι die zwei Hoden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δίδυμος — double masc nom sg δίδυμος double masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίδυμος — double masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… …   Dictionary of Greek

  • δίδυμος — η, ο αυτός που γεννήθηκε στην ίδια γέννα μαζί με άλλον: Δίδυμα αδέρφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δίδυμος Αλεξανδρείας — (Αλεξάνδρεια 313 – 395; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Αναφέρεται και ως Δ.ο Τυφλός. Παρότι τυφλώθηκε σε παιδική ηλικία, έλαβε υψηλή μόρφωση και τον θεωρούσαν αυθεντία στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Το έργο του που διασώθηκε διακρίνεται σε… …   Dictionary of Greek

  • Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ.). Επιφανής γραμματικός της Αλεξάνδρειας που επονομάστηκε Χαλκέντερος για το πλήθος των έργων που έγραψε (υπολογίζονται σε 3.500 τόμους). Οι πραγματείες του ήταν κριτικοερμηνευτικές και λεξικογραφικές, αναφέρονταν στη σωστή χρήση της …   Dictionary of Greek

  • Άρειος Δίδυμος — (Αλεξάνδρεια 83 π.Χ. – 10 μ.Χ.).Φιλόσοφος, δάσκαλος του αυτοκράτορα Αυγούστου και φίλος του Μαικήνα. Ο Στοβαίος και ο Ευσέβιος έχουν περισώσει αποσπάσματα του έργου του που αφορούν τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και των στωικών και την ηθική… …   Dictionary of Greek

  • διδύμω — δίδυμος double masc/neut nom/voc/acc dual δίδυμος double masc/neut gen sg (doric aeolic) δίδυμος double masc/fem/neut nom/voc/acc dual δίδυμος double masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίδυμον — δίδυμος double masc acc sg δίδυμος double neut nom/voc/acc sg δίδυμος double masc/fem acc sg δίδυμος double neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδύμων — δίδυμος double fem gen pl δίδυμος double masc/neut gen pl δίδυμος double masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδύμοιο — δίδυμος double masc/neut gen sg (epic) δίδυμος double masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”