- παρ-ιτητέος
παρ-ιτητέος, adj. verb. von πάρειμι, wozu man hinangehen muß, παριτητέα ἔδοξε ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους εἶναι, auftreten zu müssen, Thuc. 1, 72. S. πάρειμι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ιτητέος, adj. verb. von πάρειμι, wozu man hinangehen muß, παριτητέα ἔδοξε ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους εἶναι, auftreten zu müssen, Thuc. 1, 72. S. πάρειμι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.